bacalhoeiro - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

bacalhoeiro - translation to ρωσικά

Faina Maior; Bacalhoeiro; Pesca do bacalhau

bacalhoeiro         
судно для ловли трески, продавец трески, грубый
bacalhoeiro         
1) {m}
судно для ловли трески
bacalhoeiro      
I. m
1) судно для ловли трески;
2) продавец трески;
II. adj грубый

Ορισμός

Bacalhoeiro
m.
Aquele que vende bacalhau.
Navio, empregado na pesca do bacalhau.
Adj.
Que gosta muito de bacalhau.
Fam.
Grosseiro.
Prov. beir.
Falador, bisbilhoteiro.

Βικιπαίδεια

Pesca do bacalhau pelos portugueses

A história da pesca do bacalhau pelos Portugueses (muitas vezes referida por a Faina Maior) é pela primeira vez referenciada em 1353, quando D. Afonso IV e Eduardo III da Inglaterra estabelecem um acordo de pesca para pescadores de Lisboa e do Porto poderem pescar o bacalhau nas costas da Inglaterra por 50 anos. A necessidade de estabelecer um acordo indica que a actividade já se realizava em anos anteriores, e em tal quantidade, que justificava a necessidade de a enquadrar nas relações entre os dois reinos.